γκαζά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκαζά οι γκαζές
      γενική της γκαζάς των γκαζών
    αιτιατική την γκαζά τις γκαζές
     κλητική γκαζά γκαζές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκαζά < γκαζόζα[1]+

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκαζά θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  1. Επειδή παλιότερα τέτοιες μπίλιες χρησιμοποιούνταν για να βουλώνουν τα μπουκάλια γκαζόζας. Ο Μπαμπινιώτης υποθέτει: γκαζά < γκαζάκι < γκεζάκι, υποκοριστικό του γκέζι < τουρκικά gezici

Μεταφράσεις[επεξεργασία]