γκρέμισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκρέμισμα < γκρεμίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκρέμισμα ουδέτερο
- ρίψη, ή πτώση σε γκρεμό
- κατεδάφιση, καταστροφή
- παύση κάποιας εξουσίας, καθαίρεση
- υπόλειμμα κατεδάφισης, κατεδαφισμένη οικία, αποθήκη κ.λπ.