γλείφτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γλείφτης | οι | γλείφτες |
γενική | του | γλείφτη | των | γλειφτών |
αιτιατική | τον | γλείφτη | τους | γλείφτες |
κλητική | γλείφτη | γλείφτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γλείφτης < γλείφω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γλείφτης αρσενικό, γλείφτρα θηλυκό
- ο ταπεινός κόλακας