γυμνο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυμνο- < ελληνιστική κοινή γυμνο- < αρχαία ελληνική γυμνός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική gymno-)
Προφορά[επεξεργασία]
Πρόθημα[επεξεργασία]
γυμνο-
- α’ συνθετικό που δείχνει το μέρος (του σώματος) που είναι γυμνό, χωρίς ρούχο
- α’ συνθετικό που δείχνει την απουσία αυτού που δηλώνει το β’ συνθετικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γυμνός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Προθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)