γυμνό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γυμνό | τα | γυμνά |
γενική | του | γυμνού | των | γυμνών |
αιτιατική | το | γυμνό | τα | γυμνά |
κλητική | γυμνό | γυμνά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυμνό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γυμνός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʝiˈmno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γυ‐μνό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γυμνό ουδέτερο
- το γυμνό ανθρώπινο σώμα ως μορφή τέχνης ή ως θέμα όταν απεικονίζεται κυρίως στην ζωγραφική, στην γλυπτική, στην φωτογραφία κ.λπ.
- (πληθυντικός) οι γυμνές φωτογραφίες ή σκηνές ενός θετρικού έργου, μιας ταινίας
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
γυμνό