δαψίλεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
δαψῐλεια- | |||||
ονομαστική | ἡ | δαψίλειᾰ | αἱ | δαψίλειαι | |
γενική | τῆς | δαψιλείᾱς | τῶν | δαψιλειῶν | |
δοτική | τῇ | δαψιλείᾳ | ταῖς | δαψιλείαις | |
αιτιατική | τὴν | δαψίλειᾰν | τὰς | δαψιλείᾱς | |
κλητική ὦ! | δαψίλειᾰ | δαψίλειαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δαψιλείᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | δαψιλείαιν | |||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δαψίλεια θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη δάπτω
Πηγές[επεξεργασία]
- δαψίλεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βοήθεια' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βοήθεια' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εια (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)