δερμοκαλλυντικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δερμοκαλλυντικό < δέρμα + -ο- + καλλυντικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δερμοκαλλυντικό ουδέτερο
- καλλυντικό γαι την περιποίηση του δέρματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δερμοκαλλυντικό
|