διαισθητικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαισθητικότητα < διαισθητικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαισθητικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος διαισθητικός, να έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα της διαίσθησης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαισθητικότητα
|