διακοσάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διακοσάρι τα διακοσάρια
      γενική του διακοσαριού των διακοσαριών
    αιτιατική το διακοσάρι τα διακοσάρια
     κλητική διακοσάρι διακοσάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διακοσάρι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διακοσάρι ουδέτερο

  1. αγώνας ταχύτητας διακοσίων μέτρων
  2. χρηματικό ποσό περίπου 200 ευρώ (ή άλλης νομισματικής μονάδας)
    μου 'φυγε ένα διακοσάρι στο ταξίδι μόνο για βενζίνη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]