διανόημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διανόημα < αρχαία ελληνική διανόημα < διανοέομαι / διανοοῦμαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διανόημα ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διανόημα
|