δουλάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δουλάκι τα δουλάκια
      γενική
    αιτιατική το δουλάκι τα δουλάκια
     κλητική δουλάκι δουλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δουλάκι < δούλα + κατάληξη υποκοριστικού -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δουλάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]