εκδικήτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκδικήτρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη εκδικητής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκδικήτρια
εκδικήτρια θηλυκό