εναπόθεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εναπόθεμα < εναποθέτω + -μα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική dépôt)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εναπόθεμα ουδέτερο
- ό,τι έχει εναποτεθεί
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εναπόθεμα
|