ενατένιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενατένιση | οι | ενατενίσεις |
γενική | της | ενατένισης* | των | ενατενίσεων |
αιτιατική | την | ενατένιση | τις | ενατενίσεις |
κλητική | ενατένιση | ενατενίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενατενίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενατένιση < ελληνιστική κοινή ἐνατένισις < ἐνατενίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενατένιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενατενίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενατένιση
|