εξεγείρομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξεγείρομαι < παθητική φωνή του ρήματος εξεγείρω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.kseˈʝi.ɾo.me/

εξεγείρομαι , πρτ.: εξεγειρόμουν, στ.μέλλ.: θα εξεγερθώ, αόρ.: εξεγέρθηκα, μτχ.π.π.: εξεγερμένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]