εξολοθρεύτρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξολοθρεύτρα οι εξολοθρεύτρες
      γενική της εξολοθρεύτρας
    αιτιατική την εξολοθρεύτρα τις εξολοθρεύτρες
     κλητική εξολοθρεύτρα εξολοθρεύτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξολοθρεύτρα < εξολοθρευ(τής) + κατάληξη θηλυκού -τρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.kso.loˈθɾef.tɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξο‐λο‐θρεύ‐τρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξολοθρεύτρα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε εξολοθρευτής

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Το μεγάλο ετυμολογικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας, Μονοτονικό, Μαλλιάρης Παιδεία, 1984 [1]