εξυψώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξυψώνω < ελληνιστική κοινή ἐξυψόω / ἐξυψῶ < αρχαία ελληνική ἐξ + ὑψόω / ὑψῶ < ὕψος
Ρήμα
[επεξεργασία]εξυψώνω (παθητική φωνή: εξυψώνομαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξυψώνω | εξύψωνα | θα εξυψώνω | να εξυψώνω | εξυψώνοντας | |
β' ενικ. | εξυψώνεις | εξύψωνες | θα εξυψώνεις | να εξυψώνεις | εξύψωνε | |
γ' ενικ. | εξυψώνει | εξύψωνε | θα εξυψώνει | να εξυψώνει | ||
α' πληθ. | εξυψώνουμε | εξυψώναμε | θα εξυψώνουμε | να εξυψώνουμε | ||
β' πληθ. | εξυψώνετε | εξυψώνατε | θα εξυψώνετε | να εξυψώνετε | εξυψώνετε | |
γ' πληθ. | εξυψώνουν(ε) | εξύψωναν εξυψώναν(ε) |
θα εξυψώνουν(ε) | να εξυψώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξύψωσα | θα εξυψώσω | να εξυψώσω | εξυψώσει | ||
β' ενικ. | εξύψωσες | θα εξυψώσεις | να εξυψώσεις | εξύψωσε | ||
γ' ενικ. | εξύψωσε | θα εξυψώσει | να εξυψώσει | |||
α' πληθ. | εξυψώσαμε | θα εξυψώσουμε | να εξυψώσουμε | |||
β' πληθ. | εξυψώσατε | θα εξυψώσετε | να εξυψώσετε | εξυψώστε | ||
γ' πληθ. | εξύψωσαν εξυψώσαν(ε) |
θα εξυψώσουν(ε) | να εξυψώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξυψώσει | είχα εξυψώσει | θα έχω εξυψώσει | να έχω εξυψώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξυψώσει | είχες εξυψώσει | θα έχεις εξυψώσει | να έχεις εξυψώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξυψώσει | είχε εξυψώσει | θα έχει εξυψώσει | να έχει εξυψώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξυψώσει | είχαμε εξυψώσει | θα έχουμε εξυψώσει | να έχουμε εξυψώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξυψώσει | είχατε εξυψώσει | θα έχετε εξυψώσει | να έχετε εξυψώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξυψώσει | είχαν εξυψώσει | θα έχουν εξυψώσει | να έχουν εξυψώσει |
|