επαυξημένη πραγματικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επαυξημένη πραγματικότητα | οι | επαυξημένες πραγματικότητες |
γενική | της | επαυξημένης πραγματικότητας | των | επαυξημένων πραγματικοτήτων |
αιτιατική | την | επαυξημένη πραγματικότητα | τις | επαυξημένες πραγματικότητες |
κλητική | επαυξημένη πραγματικότητα | επαυξημένες πραγματικότητες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επαυξημένη πραγματικότητα < → δείτε τις λέξεις επαυξημένη και πραγματικότητα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική augmented reality
Προφορά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]επαυξημένη πραγματικότητα θηλυκό
- (νεολογισμός, τεχνολογία) η επιπραγματικότητα
- ※ Η εταιρεία έχει δημιουργήσει μια μεγάλη ομάδα ειδικών πάνω στην τεχνητή και επαυξημένη πραγματικότητα (ή επιπραγματικότητα), οι οποίοι μυστικά δημιουργούν σχετικές πρωτότυπες συσκευές, που θα χρησιμοποιούν οι χρήστες για να «εμπλουτίζουν» αυτά που βλέπουν γύρω τους. (*)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επαυξημένη πραγματικότητα
|
Κατηγορίες:
- Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)