επεξήγηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επεξήγηση οι επεξηγήσεις
      γενική της επεξήγησης* των επεξηγήσεων
    αιτιατική την επεξήγηση τις επεξηγήσεις
     κλητική επεξήγηση επεξηγήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επεξηγήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επεξήγηση < επεξηγώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επεξήγηση θηλυκό

  1. η ενέργεια του επεξηγώ, η παροχή πρόσθετων πληροφοριών και εξηγήσεων που διευκρινίζουν τη σημασία μιας φράσης δυσνόητης ή ασαφούς
  2. (γραμματική) ομοιόπτωτος προσδιορισμός που ακολουθεί το προσδιοριζόμενο και το επεξηγεί· μπορεί να εισάγεται με το δηλαδή, καθώς επίσης να είναι δευτερεύουσα πρόταση
    στη φράση "ο βασιλιάς της Μακεδονίας, ο Αλέξανδρος" το ουσιαστικό Αλέξανδρος αποτελεί επεξήγηση στην ονοματική φράση "ο βασιλιάς της Μακεδονίας".
    στη φράση "ένα μόνο σου ζήτησα, να προσέχεις" η δευτερεύουσα πρόταση "να προσέχεις" αποτελεί επεξήγηση στη λέξη "ένα".

Μεταφράσεις[επεξεργασία]