επερώτηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επερώτηση οι επερωτήσεις
      γενική της επερώτησης* των επερωτήσεων
    αιτιατική την επερώτηση τις επερωτήσεις
     κλητική επερώτηση επερωτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επερωτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επερώτηση < επί + ερώτηση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επερώτηση θηλυκό

  • διαδικασία στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου· κατατίθεται από βουλευτή, αν κρίνει ότι η απάντηση του υπουργού σε προηγούμενη ερώτησή του δεν ήταν ικανοποιητική ή αν δεν τoυ παραδόθηκαν εμπρoθέσμως τα έγγραφα πoυ είχε ζητήσει

Μεταφράσεις[επεξεργασία]