επιγραμματοποιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιγραμματοποιός < ελληνιστική κοινή ἐπιγραμματοποιός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιγραμματοποιός αρσενικό ή θηλυκό
- που (συγ)γράφει επιγράμματα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιγραμματοποιός