επιπεφυκίτιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιπεφυκίτιδα οι επιπεφυκίτιδες
      γενική της επιπεφυκίτιδας των επιπεφυκίτιδων
    αιτιατική την επιπεφυκίτιδα τις επιπεφυκίτιδες
     κλητική επιπεφυκίτιδα επιπεφυκίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιπεφυκίτιδα < επιπεφυκ(ώς) + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιπεφυκίτιδα θηλυκό

  • λοίμωξη του επιπεφυκότος του ματιού που οφείλεται σε αλλεργίες ή άλλες λοιμώξεις

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]