ερημοκκλησιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ερημοκκλησιά οι ερημοκκλησιές
      γενική της ερημοκκλησιάς των ερημοκκλησιών
    αιτιατική την ερημοκκλησιά τις ερημοκκλησιές
     κλητική ερημοκκλησιά ερημοκκλησιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ερημοκκλησιά < → δείτε τη λέξη ερημοκλησιά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ɾi.mo.kliˈsça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ρη‐μοκ‐κλη‐σιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ερημοκκλησιά[1] θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: ερημοκκλήσι