εστεροποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εστεροποίηση οι εστεροποιήσεις
      γενική της εστεροποίησης των εστεροποιήσεων
    αιτιατική την εστεροποίηση τις εστεροποιήσεις
     κλητική εστεροποίηση εστεροποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εστεροποίηση (νεολογισμός) < εστέρ(ας) + -ο- + -ποίηση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική esterification

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εστεροποίηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη εστέρας

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]