ευδιαλυτότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευδιαλυτότητα < ευδιάλυτος + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευδιαλυτότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του ευδιάλυτου, η εύκολη διάλυση κάποιου πράγματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευδιαλυτότητα
|