ζελατίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζελατίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζελατίνη θηλυκό
- ουσία ζωικής προέλευσης που χρησιμοποιείται για να πήξει υγρά φαγώσιμα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζελατίνη
|