ζευγαρονήσι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζευγαρονήσι | τα | ζευγαρονήσια |
γενική | του | ζευγαρονησιού | των | ζευγαρονησιών |
αιτιατική | το | ζευγαρονήσι | τα | ζευγαρονήσια |
κλητική | ζευγαρονήσι | ζευγαρονήσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζευγαρονήσι ουδέτερο
- (νεολογισμός) (οικείο) το νησί που επιλέγουν ζευγάρια για τις διακοπές τους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζευγαρονήσι
|