ζητεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζητεία | οι | ζητείες |
γενική | της | ζητείας | των | ζητειών |
αιτιατική | τη | ζητεία | τις | ζητείες |
κλητική | ζητεία | ζητείες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζητεία < μεσαιωνική ελληνική ζητεία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζητεία θηλυκό
- (ιστορία) (παρωχημένο) μορφή εράνου, που διεξαγόταν από πατριαρχεία, μοναστήρια ή μητροπόλεις κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας
- Εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων και σύμφωνα με πάγια τακτική την οποία και εφάρμοζαν συχνά οι μονές για την οικονομική τους στήριξη οργανώνοντας ζητείες, τον Οκτώβριο του 1788 ο ιερομόναχος Χριστόφορος Βαρλααμίτης, έχοντας μαζί του ιερά λείψανα αγίων, αποστέλλεται από τη μονή Βαρλαάμ και περιοδεύει για τη συλλογή βοηθημάτων.
- (λόγιο) επαιτεία, ζητιανιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζητεία
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζητεία < ζητεύω < αρχαία ελληνική ζητέω/ ζητῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζητεία θηλυκό
- (ιστορία) φόρος που πλήρωναν οι χριστιανοί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)