ζορμπαλίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζορμπαλίκι | τα | ζορμπαλίκια |
γενική | του | ζορμπαλικιού | των | ζορμπαλικιών |
αιτιατική | το | ζορμπαλίκι | τα | ζορμπαλίκια |
κλητική | ζορμπαλίκι | ζορμπαλίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζορμπαλίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική zorbalık
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζορμπαλίκι ουδέτερο
- αυταρχική και καταπιεστική συμπεριφορά, αυθαιρεσία
- ※ H φιλία ενίκησε το ζορμπαλίκι... (λόγια του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη προς τον Παύλο Νιρβάνα, κατά τη διάρκεια της φωτογράφησής του το 1906.)
- ※ Κατά τον Τριανταφυλλόπουλο, ο Παπαδιαμάντης δημιουργούσε καινούργιες λέξεις με το ζορμπαλίκι του αυθεντικού γλωσσοπλάστη (Το ΒΗΜΑ, 10/10/2004.)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζορμπαλίκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)