θαλλόφυτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θαλλόφυτο ουδέτερο
- (βοτανική) (παρωχημένο) υποδιαίρεση των φυτών στην οποία περιλαμβάνονται σχετικά απλά ή ατελή φυτά (χωρίς βλαστούς, ρίζες, άνθη κ.λπ.): φύκια κ.ά.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θαλλόφυτο
|