θαῦμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]θαῦμα < θάομαι-θῶμαι ίσως ιωνικός τύπος και σίγουρα δωρικός τύπος του θεάομαι-θεῶμαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θαῦμα ουδέτερο (ιωνικός τύπος θώυμα και θῶμα)
- το θαυμαστό, εκείνο που εμπνέει θαυμασμό
- έκπληξη
- στον πληθυντικο, τά θαύματα: τεχνάσματα και γυμναστικές ασκήσεις, παιχνίδια θεαματικά
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
θαυμ-
θαυμ-
- θαυμαίνω
- θαυμάζω & σύνθετα
- θαυμαστόω-θαυμαστῶ
- θαυμαστός, θαυμαστή, θαυμαστόν και επικός τύπος θαυματός, θαυματή, θαυματόν
- θαυμαστέος, θαυμαστέα, θαυμαστέον
- θαυμαστικός, θαυμαστική, θαυμαστικόν
- θαυμαστόω
- Θαύμας-αντος (ο πατέρας της Ίριδας
- θαυμάσιος, θαυμασία, θαυμάσιον
- θαυμασιουργέω-θαυμασιουργῶ και θαυματουργέω-θαυματουργῶ
- θαυματουργός, ή, όν
- θαυματουργία
- θαυματοποιός
- θαυματοποιέω-θαυματοποιῶ
- θαυματοποιία
- θαυματοποιικός,ή, ον
- θαυματοποιική
Πηγές
[επεξεργασία]- θαῦμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θαῦμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.