θυροφύλακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θυροφύλακας αρσενικό
- (επάγγελμα) ο επιφορτισμένος στον έλεγχο εισόδου - εξόδου πύλης, ή πόρτας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θυροφύλακας
|