ιερακοτροφία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιερακοτροφία οι ιερακοτροφίες
      γενική της ιερακοτροφίας των ιερακοτροφιών
    αιτιατική την ιερακοτροφία τις ιερακοτροφίες
     κλητική ιερακοτροφία ιερακοτροφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιερακοτροφία (μαρτυρείται από το 1872)[1]< ιερακοτρόφος + -ία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιερακοτροφία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 484, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου