ιερολογιότατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιερολογιότατος οι ιερολογιότατοι
      γενική του ιερολογιότατου
ιερολογιοτάτου
των ιερολογιότατων
ιερολογιοτάτων
    αιτιατική τον ιερολογιότατο τους ιερολογιότατους
ιερολογιοτάτους
     κλητική ιερολογιότατε ιερολογιότατοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιερολογιότατος < ιερός + -ο- + λογιότατος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιερολογιότατος αρσενικό

  1. (θρησκεία) προσαγόρευση ιεροδιακόνου
    ※  Πρόκειται για την αποτύπωση του υμνογραφικού πλούτου της εν λόγω Μητροπόλεως, τον οποίον συγκέντρωσε, επιμελήθηκε και μάς παρουσίασε ο εγκρατής περί τα γράμματα και το υμνογράφειν ιερολογιότατος Διάκονος ... (Σεβέρειος Βιβλιοθήκη, Τράπεζα Κύπρου & Εφημερίδα Πολίτης)
  2. (γενικότερα) ασχολούμενος με θεολογικά ζητήματα και τη μελέτη τους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]