ισχνότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισχνότητα οι ισχνότητες
      γενική της ισχνότητας των ισχνοτήτων
    αιτιατική την ισχνότητα τις ισχνότητες
     κλητική ισχνότητα ισχνότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ισχνότητα < ισχνός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ισχνότητα θηλυκό

  1. λιποσαρκία, αδυναμία
  2. ανεπάρκεια, ένδεια

οικονομική ισχνότητα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]