καπνέλαιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καπνέλαιο | τα | καπνέλαια |
γενική | του | καπνέλαιου & καπνελαίου |
των | καπνέλαιων & καπνελαίων |
αιτιατική | το | καπνέλαιο | τα | καπνέλαια |
κλητική | καπνέλαιο | καπνέλαια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καπνέλαιο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καπνέλαιο
|