καραβάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καραβάρα | οι | καραβάρες |
γενική | της | καραβάρας | — | |
αιτιατική | την | καραβάρα | τις | καραβάρες |
κλητική | καραβάρα | καραβάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καραβάρα < καράβ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καραβάρα θηλυκό
- (λαϊκότροπο): πολύ μεγάλο καράβι
- αυτό το κρουαζιερόπλοιο είναι ολόκληρη καραβάρα, έκλεισε όλο το λιμάνι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καραβάρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με μεγεθυντικό επίθημα -άρα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)