καρφίτσωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρφίτσωμα < καρφιτσώνω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρφίτσωμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καρφιτσώνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις καρφιτσώνω, καρφίτσα και καρφί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρφίτσωμα
|