κολπόρροια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κολπόρροια < κόλπ(ος) + -ο- + -ρροια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κολπόρροια θηλυκό
- (ιατρική) ροή υγρών από τον κόλπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κολπόρροια
|