κομπιναδόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kom.bi.naˈðo.ɾos/
Επίθετο
[επεξεργασία]κομπιναδόρος αρσενικό (θηλυκό: κομπιναδόρισσα)
- που κάνει κομπίνες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κομπιναδόρος
|