κουμπούρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουμπούρι | τα | κουμπούρια |
γενική | του | κουμπουριού | των | κουμπουριών |
αιτιατική | το | κουμπούρι | τα | κουμπούρια |
κλητική | κουμπούρι | κουμπούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουμπούρι < μεσαιωνική ελληνική κουμπούρι < τουρκική kubur < αραβική قبور (qubūr), πληθυντικός τού قبر (qabara: τάφος, μνήμα) < ρίζα ق ب ر (q-b-r)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουμπούρι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) (παρωχημένο) υποκοριστικό του κουμπούρα
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του κουμπούρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουμπούρι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)