κούρδισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κούρδισμα τα κουρδίσματα
      γενική του κουρδίσματος των κουρδισμάτων
    αιτιατική το κούρδισμα τα κουρδίσματα
     κλητική κούρδισμα κουρδίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κούρδισμα < κουρδίζω + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κούρδισμα ουδέτερο (& κούρντισμα)

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κουρδίζω

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]