κροντήρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κροντήρι τα κροντήρια
      γενική του κροντηριού των κροντηριών
    αιτιατική το κροντήρι τα κροντήρια
     κλητική κροντήρι κροντήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κροντήρι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κροντήρι ουδέτερο

  • ο κρατήρας, το ανοιχτό δοχείο μέσα στο οποίο γινόταν η ανάμειξη του κρασιού με το νερό στην αρχαιότητα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]