λιτάνευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λιτάνευση | οι | λιτανεύσεις |
γενική | της | λιτάνευσης* | των | λιτανεύσεων |
αιτιατική | τη | λιτάνευση | τις | λιτανεύσεις |
κλητική | λιτάνευση | λιτανεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, λιτανεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιτάνευση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιτάνευση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιτάνευση
|
Πηγές[επεξεργασία]
Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)