λιόχεντρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιόχεντρα θηλυκό (ιδιωματικό)
- (φίδι) ονομασία για το ακίνδυνο σπιτόφιδο, που λανθασμένα θεωρείται δηλητηριώδες, είδος οχιάς[1]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιόχεντρα
|
- → δείτε τη λέξη όχεντρα
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ «Zamenis situla», Ερπετά και Αμφίβια της Ελλάδας (herpetofauna.gr)· πρόσβαση: 2021-03-01.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αρθρίτιδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα λι- από το ήλιος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Φίδια (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)