όχεντρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | όχεντρα | οι | όχεντρες |
γενική | της | όχεντρας | — | |
αιτιατική | την | όχεντρα | τις | όχεντρες |
κλητική | όχεντρα | όχεντρες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- όχεντρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὄχεντρα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈo.çen.dɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐χε‐ντρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]όχεντρα θηλυκό
- (λαϊκότροπο, φίδι) η οχιά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] όχεντρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Φίδια (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)