μάτωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μάτωμα | τα | ματώματα |
γενική | του | ματώματος | των | ματωμάτων |
αιτιατική | το | μάτωμα | τα | ματώματα |
κλητική | μάτωμα | ματώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μάτωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του ματώνω, αλλά όχι για μεγάλες αιμορραγίες, κυρίως για περιπτώσεις με μικρή ορή αίματος, όπως στα ούλα, στο δάχτυλο ή και στη μύτη όταν δεν πρόκειται για σοβαρή ρινορραγία
- το μάτωμα των ούλων οφείλεται συχνά σε ουλίτιδα
- θήραμα που πιάστηκε
- σφάγιο