μάτωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μάτωμα τα ματώματα
      γενική του ματώματος των ματωμάτων
    αιτιατική το μάτωμα τα ματώματα
     κλητική μάτωμα ματώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μάτωμα < ματώ(νω) + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μάτωμα ουδέτερο

  1. το αποτέλεσμα του ματώνω, αλλά όχι για μεγάλες αιμορραγίες, κυρίως για περιπτώσεις με μικρή ορή αίματος, όπως στα ούλα, στο δάχτυλο ή και στη μύτη όταν δεν πρόκειται για σοβαρή ρινορραγία
    το μάτωμα των ούλων οφείλεται συχνά σε ουλίτιδα
  2. θήραμα που πιάστηκε
  3. σφάγιο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]