μαγκατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαγκατζής αρσενικό
- (ιστορία, στρατιωτικός όρος) ο αρχηγός / επικεφαλής μιας μάγκας
- ※ Θέλοντες νὰ καθαρίσωμεν τὴν φρουρὰν τοῦ Παλαμιδίου ἀπὸ στρατιώτας (…) ἐσυνάξαμεν ὅλους τοὺς ὑπαξιωματικοὺς (μαγκατζῆδες) καὶ στρατιώτας. (Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821–1833, εισαγωγή και σημειώσεις: Γιάννης Βλαχογιάννης, Χορηγία Παγκείου Επιτροπής, τ. 2, Αθήνα 1941, σελ. 339.)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Μαγκατζής (επώνυμο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαγκατζής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τζής (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)