μακροκλιματολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μακροκλιματολογία < μακρο- + κλίματο(ς) + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μακροκλιματολογία θηλυκό
- τρόπος διαχωρισμού της κλιματολογίας ανάλογα με την κλίμακα της υπό μελέτη περιοχής και, συγκεκριμένα, η έρευνα για το κλίμα μεγάλων περιοχών της γης -χωρίς να εξετάζονται οι γεωφυσικοίπαράγοντες και η ανθρώπινη παρέμβαση που συνεπηρεάζουν το μεσόκλιμα και το μικρόκλιμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μακροκλιματολογία
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μακρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)