μανιχαϊσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μανιχαϊσμός < ελληνιστική κοινή Μανιχαϊσμός < Μανιχαῖος / Μάνης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μανιχαϊσμός αρσενικό
- (θρησκεία) θρησκεία που ιδρύθηκε τον 3ο αι. μ.X. και βασίζεται στη ζωροαστρική ιδέα της διαρκούς σύγκρουσης μεταξύ καλού και κακού μέσα από τα δύο ανταγωνιστικά στοιχεία, του φωτός και του σκότους. Στηρίχτηκε στο χριστιανισμό, στον βουδισμό και σε ορισμένες άλλες θρησκείες ανατολικών λαών.
- κάθε δυϊστική θεωρία ή άποψη που δέχεται ότι δεν υπάρχει παρά μόνο το καλό ή το κακό.
- η διαρκής σύγκρουση αντιπάλων πλευρών
- ηθικός μανιχαϊσμός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μανιχαϊσμός